- περίξυσις
- περί-ξῡσις, εως, ἡ,A stringor, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπερίξυσις — καταπερίξυσις, ἡ (Α) (δ. γρφ. αντί κατάξυσις) ξέγδαρμα, ξέσχισμα, αμυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περίξυσις (< περιξύω «ξύνω γύρω γύρω»)] … Dictionary of Greek